σοβαρολογώ

σοβαρολογώ
μιλώ σοβαρά: Φαντάζομαι πως δε σοβαρολογείς, όταν μου λες ότι θ' αφήσεις αυτή τη δουλειά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σοβαρολογώ — βλ. πίν. 73 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σοβαρολογώ — Ν μιλώ σοβαρά, δεν αστειεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σοβαρός + λογώ*. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • -λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… …   Dictionary of Greek

  • σοβαρολογία — η, Ν σοβαρή ομιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σοβαρολογώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Άστυ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”